Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα ξεχασμένο δάσος πολύ πολύ μακριά από εδώ ζούσε μια μικρή χωριατοπούλα. Η μικρή χωριατοπούλα περνούσε τις μέρες της μαζεύοντας φράουλες και αγριοκέρασα, σκαρφαλωμένη σε δέντρα, παίζοντας κρυφτό με τους φίλους της και τα ζώα του δάσους, αράζοντας στην όχθη του ποταμού και κοιτάζοντας τον βαθυγάλαζο ουρανό. Της άρεσε να σκαρφίζεται ιστορίες και να της διηγείται μπροστά από τη φωτιά στους υπόλοιπους συμπολίτες της. Με λίγα λόγια, η μικρή χωριατοπούλα της ιστορίας μας περνούσε χαρούμενα τις μέρες της, είτε στο χωριουδάκι της, είτε κυνηγώντας πεταλούδες, είτε κάποτε απλώς να κάθεται ήσυχα κάτω από την σκιά του αγαπημένου της δέντρου και να παρακολουθεί το τρελό χορό των φύλλων στα φυσήματα του ανέμου.
Παρόλα αυτά η μικρή χωριατοπούλα δεν ήταν ευτυχισμένη. Ένιωθε ότι κάτι έλειπε, ότι δεν ήταν η θέση της εκείνη, ότι δεν ταίριαζε με το ομοιόμορφο πάζλ των συντοπιτών της. Είχε την εντύπωση ότι ήταν ένα παράταιρο χρώμα στο ουράνιο τόξο του χωριού. Και τα όνειρα της τα βράδια την βύθιζαν σε έναν κόσμο μαγικό. Δεν ήξερε όμως τη σημασία τους. Δεν γνώριζε ότι ήταν ανάκατα κομμάτια από την προηγούμενη της ζωή, τότε που ήταν μια νεράιδα του Δάσους, παντοτινή του φύλακας. Μέχρι την μέρα που αγάπησε τον Μαύρο Ιππότη. Αυτός όμως δεν είχε σκοπό να μείνει με την Νεράιδα. Ο πόθος του για συνεχείς αναζητήσεις και περιπέτειες τον οδήγησε σε άλλους τόπους. Και η Νεράιδα ένιωσε την καρδιά της να σπάζει σε 1000 κομμάτια και να θρυμματίζεται στις τέσσερις γωνιές του ορίζοντα. Ένιωσε τη θλίψη να πλημμυρίζει από κάθε χιλιοστό της ύπαρξής της και σκέφτηκε πως δε θα μπορούσε να αντέξει την αιωνιότητα χωρίς τον ιππότη της. Έτσι παρακάλεσε τον σοφό Δρυίδη του Δάσους να της πάρει το δώρο της αθανασίας, να την μετατρέψει σε μια απλή θνητή ώστε να σβηστεί από τη θύμησή της όλος ο πόνος και οι αναμνήσεις. Ο Δρυίδης δε μπορούσε να απαρνηθεί το αίτημα της Νεράιδας. Είδε όλη τη θλίψη στα μάτια της και διάβασε τη δυστυχία που είχε ανάγλυφα χαραχτεί στην καρδιά της. Της έδωσε το μαγικό φίλτρο της λήθης, πήρε την αθανασία από την πνοή της και την σκόρπισε στο έδαφος και άφησε τη Νεράιδα στην πιο καλοκρυμμένη σπηλιά του Μαγικού Δάσους. Η ευχή της είχε πραγματοποιηθεί.
Πέρασαν οι εποχές, κύλησαν τα χρόνια και κανείς δε θυμόταν πια τη Νεράιδα του Δάσους. Μια μέρα, καθώς η μικρή χωριατοπούλα βρισκόταν στο Δάσος, ξέσπασε μια δυνατή μπόρα. Τα βήματά της την οδήγησαν στην είσοδο μιας μυστικής σπηλιάς, που δεν είχε ξαναδεί μέχρι τότε. Μπαίνει μέσα με επιφύλαξη, νιώθει πως έχει ξανάρθει, αλλά δε μπορεί να θυμηθεί ακριβώς. Σκόρπιες μνήμες έρχονται στο μυαλό της, ψεύτικες υποσχέσεις αγάπης αντηχούν στο λαβύρινθο του μυαλό της και ξαφνικά τα θυμάται όλα.
Η μπόρα έχει κοπάσει. Οι δροσοσταλίδες μοιάζουν στολισμένα διαμάντια πάνω στα χρωματιστά πέταλα και τα ζωάκια αρχίζουν να ξετρυπούν από τις κρυψώνες τους. Η μικρή χωριατοπούλα στέκεται ασάλευτη. Θέλει να ξαναξεχάσει τα πάντα, αλλά ο Δρυίδης δεν είναι εκεί αυτή τη φορά για να τη βοηθήσει. Η μικρή Νεράιδα αρνήθηκε για πάντα τον νεραϊδόκοσμο και όλοι γνωρίζουν ότι τα μαγικά όντα του δάσους δε θέλουν να φανερώνουν την παρουσία τους στους θνητούς. Κανείς δε μπορούσε να κάνει τίποτα για τη μικρή χωριατοπούλα. Αποφασίζει ότι δε θα ξανααφεθεί στα ανυπόστατα λόγια κανενούς και ούτε θα ξαναερωτευτεί ποτέ. Επιστρέφει λοιπόν στο χωριό αλλά από εκείνη τη μέρα μια απροσδιόριστη θλίψη στοιχείωνε την αύρα της. Και κανένας δεν ήξερε γιατί.
Και περασαν ξανά οι μέρες και έγιναν μήνες, ώσπου μια μέρα έγινε κάτι που έμελλε να αλλάξει για πάντα τη ζωή της μικρής χωριατοπούλας. Εκείνη την ημέρα η μικρή χωριατοπούλα αποφάσισε να πάει με την παρέα της στο πανδοχείο του χωριού για μερικές καράφες κρασί. Ο πρίγκηπας του βασιλείου είχε πάει και αυτός στο ίδιο πανδοχείο, καθώς επέστρεφε από ένα μεγάλο ταξίδι. Η μικρή χωριατοπούλα βλέπει τον όμορφο άγνωστο αλλά κανείς δε γνώριζε ποιος ήταν. Ο πρίγκηπας, κατά παράδοξο τρόπο, προσέχει κι αυτός τη μικρή χωριατοπούλα. Ποιος να ξέρει γιατί. Ίσως να ήταν το γάργαρο της γέλιο, τα μακριά κόκκινα της μαλλιά, ίσως να του έριξε ένα ξόρκι από εκείνα που ήξερε όταν ζούσε ως Νεράιδα. The point is that ο Πρίγκηπας πλησίασε την μικρη χωριατοπούλα, έσκυψε από πάνω της και της έδωσε το πιο όμορφο μελένιο ροδοστάλακτο φιλί. Την πήρε στην αγκαλιά του και της εξομολόγησε ότι ήθελε να την πάρει στο παλάτι του.
Η μικρή χωριατοπούλα δεν ήξερε τι να πει. Κάτι άλλο είχε συμβεί μετά που ανακάλυψε την αλήθεια για το παρελθόν της. Είχε γραφτεί να πάει εθελόντρια σε ένα άλλο μακρινό βασίλειο για να ξεχάσει την παλιά της αγάπη. Και δε θα άλλαζε γνώμη τελευταία στιγμή για κάποιον που μπορούσε να της θρυμματίσει την καινούργια της καρδιά. Ο Πρίγκηπας είδε την αποφασιστικότητα στα μάτια της και ήξερε ότι δε μπορούσε να της αλλάξει γνώμη. Έκαναν μια συμφωνία όμως, ότι θα κρατούσαν επαφή με αλληλλογραφία και ότι θα επισκέπτονταν ο ένας τον άλλο. Έτσι και έγινε και πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος.
Η μικρή χωριατοπούλα είχε ερωτευτεί για τα καλά τον Πρίγκηπα και φαινόταν πως και αυτός ένιωθε το ίδιο. Για αυτό όταν ο Πρίγκηπας ζήτησε από τη μικρή χωριατοπούλα να τον ακολουθήσει σε ένα μεγάλο του ταξίδι για να φροντίσει κάτι επαγγελματικές αποφάσεις, η μικρή χωριατοπούλα δέκτηκε με απεριόριστη χαρά. Μάζεψε τα μπογαλάκια της, αποχαιρέτησε όλους τους φίλους της και τα ζωάκια του δάσους, ανέβηκαν στο άσπρο άτι του και χάθηκαν στο ηλιοβασίλεμα. Η στορία μας όμως δεν τελειώνει εδώ.
Ο καινούργιος τόπος ήταν κρύος και η μικρή χωριατοπούλα δεν ήξερε κανένα. Της έλειπαν οι φίλοι της, οι γλυκές ηλιακτίδες και τα ζεστά βράδια στη βεράντα του σπιτικού της. Παρόλα αυτά προσπαθούσε να μην προβληματίζει το πριγκηπόπουλο με τους χαζούς της προβληματισμούς. Έστω και αν κάποτε θύμωνε γιατί έπρεπε να κάνει πράγματα, ή καλύτερα να μην κάνει πράγματα που θα αναστάτωναν το πριγκηπόπουλο. Για παράδειγμα, έπρεπε να μάθει να μη βγάζει τα γοβάκια της στις βασιλικές εκδηλώσεις, όπως έκανε όλες τις προηγούμενες φορές που έβγαινε έξω με τους φίλους της. Κατά βάθος όμως δεν την ένοιαζαν και πολύ όλα αυτά. Γιατί ένιωθε τόσο ικανοποιημένη όταν τα βράδια ξάπλωνε δίπλα στο δικό της πριγκηπόπουλο, όταν ένιωθε τα χέρια του στη μέση της, όταν η ανάσα της ενωνόταν με τη δική του.
Έμαθε τόσα πολλά καινούργια πράγματα από το πριγκηπόπουλο και αυτή με τη σειρά της του έμαθε κάποια πράγματα. Για παράδειγμα του έμαθε πως είναι να περπατάς ξυπόλητος στο γρασίδι, πως είναι να ξαπλώνεις στην χρυσή άμμο και ο ήλιος να σου ξανθαίνει τα μαλλιά, πως είναι να χουζουρεύεις στο κρεβάτι. Του έμαθε ακόμα τη Shakira και συνέχεια του τραγουδούσε "Un dia de enero". Αυτός της έμαθε να εμπιστεύεται ξανά τα λόγια των ανθρώπων, έμαθε να ηρεμεί στην αγκαλιά του και να δέχεται τα φιλιά και τα χάδια του, έμαθε τι σημαίνει αγάπη δίχως όρους και έμαθε να ονειρεύεται ξανά από την αρχή.
Μια μέρα όμως συνέβη κάτι το φοβερό, το ανήκουστο! Ο Πρίγκηπας και η μικρή χωριατοπούλα μπλέχτηκαν σε μια τεράστια διαφωνία γιατί εκείνη δε συμφωνούσε με τον τρόπο διαχείρισης των βασιλικών υποθέσεων. Άθελα της τον είχε προσβάλει. Πρώτη φορά είδε η μικρή χωριατοπούλα το πριγκηπόπουλο τόσο θυμωμένο. Και ο Πρίγκηπας είχε θυμώσει τόσο πολύ που πάνω στον καβγά έριξε ένα δυνατό χαστούκι στη χωριατοπούλα και την εξόρισε για πάντα από το παλάτι.
Η μικρή χωριατοπούλα μάζεψε τα πράγματα της και την πληγωμένη της περηφάνια και πήρε το πρώτο λεωφορείο μακριά από το παλάτι. Ήταν τόσο μεγάλος ο θυμός που ένιωθε να τη ξεχυλίζει, ίσα με τη δύναμη 1000 σοροκάδων που αποφάσισε να φύγει για πάντα. Ασφαλώς και δε θα έμενε κάπου όπου δεν ήταν ευπρόσδεκτη. Μαζεύει προσεκτικά τα κρυστάλλινα της δάκρυα, τις γλυκόπικρες αναμνήσεις, τα θρυμματισμένα της όνειρα και τα τις καμένες ελπίδες και τις έχωσε σε ένα σκονισμένο κουτί κάτω από το κρεβάτι. Το μόνο που δε μπόρεσε να βάλει στο κουτί ήταν το φωτεινό κόκκινο σιρόπι της αγάπης, γιατί χύθηκε στην καρδιά της και δε μπορούσε να το σκουπίσει.
Όταν τελείωσε με όλα αυτά, ξεκίνησε για το Απαγορευμένο Δάσος. Έναν τόπο τόσο τρομακτικό και φοβερό που ο Δρυίδης την είχε προειδοποιήσει μυριάδες φορές να μείνει μακριά. Όμως η χωριατοπούλα/πρώην Νεράιδα δεν άκουγε ποτέ κανέναν. Ήταν τόσο μα τόσο πεισματάρα. Οι Σκοτεινές Δυνάμεις του Απαγορευμένου Δάσους χάρηκαν πολύ όταν την είδαν να πλησιάζει. Πάντα πίστευαν ότι θα ήταν η τέλεια υποψήφια για τη θέση της Μαυρόκαρδης Βασιλοπούλας. Της υποσχέθηκαν ότι δε θα την ξαναπονέσει ποτέ κανένας, δε θα τολμούσε. Η μικρή χωριατοπούλα δεν είχε τίποτα να χάσει πια. Δέκτηκε την προσφορά των Δυνάμεων του Σκότους, οι οποίες ξερίζωσαν την καρδιά της και την έβαλαν σε ένα σκουριασμένο μεταλλικό κουτί. Το έκρυψαν στο πιο βαθύ μπουντρούμι του πιο σκοτεινού δωματίου στον Μαύρο Πύργο και για να εξασφαλίσουν την παντοτινή του φύλαξη, έδωσαν το κλειδί στον Μεγάλο Κόκκινο Διαβολικό Δράκο. Την έντυσαν με αραχνοϋφαντα πέπλα και ένα φόρεμα φτιαγμένο από μαύρα βελούδινα φτερά νυχτερίδας. Έτσι η μικρή χωριατοπούλα που ήταν πρώην Νεράιδα μετατράπηκε πλέον στη Μαυρόκαρδη Βασιλοπούλα. Οι Σκοτεινές Δυνάμεις γέλασαν ευχαριστημένες και το διαβολικό τους γέλιο αντήχησε σε κάθε γωνιά του Σκοτεινού Βασιλείου. Η ιστορία μας θα μπορούσε να τελειώσει εδώ. Αλλά δεν τελειώνει.
Ο Πρίγκηπας αντιλήφθηκε το λάθος του και δε μπορούσε να ζήσει χωρίς την παρουσία της μικρής χωριατοπούλας. Οι μέρες του ήταν άχρωμες, το φαγητό του άγευστο. Είχε πλεχτεί σε μια δίνη που ρουφούσε κάθε ίχνος ουσίας που τον περιτρυγύριζε και ρουφούσε όλη την ενέργεια του. Αποφάσισε να παει να την βρει. Όμως ήταν ήδη πολύ αργά. Ή μήπως όχι?
Μπαίνει στο Απαγορευμένο Δάσος. Οι Σκοτεινές Δυνάμεις προσπαθούν να τον εμποδίσουν με κάθε τρόπο. Στέλνουν καταιγίδες, αστραπές, χαλάζι. Υψώνουν αγκαθωτούς βάτους μπροστά του αλλά το πριγκηπόπουλο καταφέρνει να υπερνικήσει κάθε εμπόδιο. Φτάνει στο κάστρο και βλέπει την καλή του, πλέον Σκοτεινή Πριγκήπισσα. Οι Σκοτεινές Δυνάμεις δηλητηριάζουν τις σκέψεις της χωριατοπούλας και δε θέλει να ακούσει τίποτα. Ρίχνει μπροστά του το χοντρό πέπλο της Αδιαφορίας και τα λόγια του Πρίγκηπα δε μπορούν να το τρυπήσουν. Αλλά οι Σκοτεινές Δυνάμεις μπορεί να ξερίζωσαν την καρδιά της χωριατοπούλας, αλλά ξέχασαν να αφαιρέσουν την ψυχή της, η οποία είχε επίσης λερωθεί από το σιρόπι της Αγάπης όταν χύθηκε στο κελάρι της καρδιάς. Ο Πρίγκηπας είχε φέρει μαζί του το κουτί στο οποίο η χωριατοπούλα είχε φυλάξει όλα τα πολύτιμα της πράγματα. Και η Καρδιά, κλειδωμένη στο μεταλλικό κουτί των Σκοτεινών Μάγων, στο πιο βαθύ μπουντρούμι του πιο σκοτεινού πυργίσκου, επιθυμούσε να ενωθεί με τη Ψυχή. Καταφέρνει να δραπετεύσει και να ξαναμπεί στη μικρή χωριατοπούλα. Ο Πρίγκηπας ρίχνει το κουτί στο πάτωμα και όλα όσα έβαλε μέσα η πρώην Νεράιδα ξαναγλυστρούν μέσα στην ύπαρξη της. Οι Σκοτεινές Δυνάμεις έχασαν.
Ο Πρίγκηπας παίρνει στα στοιβαρά του μπράτσα τη χωριατοπούλα και την οδηγά στο παλάτι του. Υπόσχεται ότι δε θα την ξαναπληγώσει ποτέ και θα προσπαθήσουν και οι δύο περισσότερο. Έρχονται από κόσμους τόσο διαφορετικούς αλλά η αγάπη τους είναι πιο ισχυρή από τις διαφορές που τους χωρίζουν.
2 σχόλια:
Marlen mou arese mou polla to fairytale. En polla pistefto, ektos pou ena kommati... Ta "stoivara mpratsa" :))
I'll try and call you really soon! Take care xx
Jeje Leni mou!
Exeis dikaio, alla xate... leme twra (akoma de diavase to blog m autos ;p). Plus, eimai kai pio varia apo ekeinon(ppeeee).
Anw love.I know u r busy, as I am. But i love reading ur blog and finding what's goin on in ur life. In a way, it's like being there... if u know what i mean.
Mil besitos mi amor xxxx
Δημοσίευση σχολίου